Τρέλα σνίτσελ: Ο Tim Mälzer εξηγεί γιατί τα 24 ευρώ είναι λίγα!
Ο Tim Mälzer συζητά τις τιμές των εστιατορίων, ειδικά για σνίτσελ και currywurst, και εξηγεί τη δομή του κόστους στο εστιατόριό του.

Τρέλα σνίτσελ: Ο Tim Mälzer εξηγεί γιατί τα 24 ευρώ είναι λίγα!
Η συζήτηση για την τιμολογιακή πολιτική στον κλάδο της εστίασης της Γερμανίας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Το επίκεντρο είναι το σνίτσελ, το οποίο, σύμφωνα με δημοσιεύματα από t online προσφέρεται στο εστιατόριο «Bullerei» του Tim Mälzer στο Αμβούργο προς 24 ευρώ. Αυτή η τιμή προκαλεί αυξημένη συζήτηση, ειδικά μετά την πρόσφατη εμπειρία των καταναλωτών ενός παραθεριστή Sylt που δοκίμασε ένα σνίτσελ 25 ευρώ σε ένα εστιατόριο στο Sylt. Η τιμολόγηση αφήνει πολλούς με ερωτήσεις.
Ο Tim Mälzer, γνωστός για την περίτεχνη κουζίνα του και τις άμεσες δηλώσεις του, επισημαίνει ότι κανείς στον κλάδο της εστίασης δεν είναι σε θέση να προσφέρει ένα αξιοπρεπές γεύμα για λιγότερο από 10 ευρώ. Σε συνέντευξή του, εξηγεί ότι το κόστος του σνίτσελ, το οποίο εκ πρώτης όψεως φαίνεται ακριβό, παρέχει στην πραγματικότητα μια βαθιά εικόνα του κόστους του κλάδου. «Δεν είναι καθόλου επιχείρηση, είναι ανοησία», είπε ο Mälzer σχετικά με τα χαμηλά περιθώρια κέρδους που υποδηλώνουν οι υπολογισμοί του.
Αναλυτικά το κόστος
Ισχύουν οι ακόλουθες δαπάνες για ένα σνίτσελ στο "Bullerei":
- Personal: 7,20 Euro
- Fleisch (Kalbsoberschale, 150 Gramm): 4,50 Euro
- Weitere Zutaten (Butterschmalz, Panade, Beilagen): 7,20 Euro
- Versteckte Kosten (z.B. Gema-Gebühren, Abwasserkosten): 2,40 Euro
Συνολικά, το κόστος ανέρχεται στα 21,20 ευρώ ανά μερίδα, που σημαίνει κέρδος μόλις 2,40 ευρώ. Η Mälzer αναφέρει ότι πίσω από τις τιμές κρύβονται επίσης υψηλές επενδύσεις που πρέπει να ανακτηθούν μακροπρόθεσμα.
Ο RND υπογραμμίζει ότι στη σημερινή κατάσταση της αγοράς, ο κλάδος της εστίασης δεν αντιμετωπίζει μόνο αυξημένες τιμές των τροφίμων, οι οποίες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 15 τοις εκατό πέρυσι, αλλά και με αυξημένο κόστος προσωπικού λόγω του κατώτατου μισθού. Σε σύγκριση με τον γενικό πληθωρισμό περίπου 15%, οι στατιστικές δείχνουν ότι οι τιμές στον κλάδο της εστίασης έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 30 τοις εκατό από το 2020, εν μέρει λόγω του συνεχιζόμενου κόστους.
Ποικιλία απόψεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Οι αντιδράσεις στη συζήτηση είναι ανάμεικτες. Ενώ πολλοί καταναλωτές επαινούν τα τρόφιμα υψηλής ποιότητας, υπάρχουν επίσης επικριτικές φωνές για τις τιμές. Ο Nelson Müller δέχεται επίσης βαριά κριτική για το μενού του 34 ευρώ με σαμπάνια στο Norderney. Στο Ταξιδιωτικό βιβλίο σημειώνει ότι οι αυξανόμενες έρευνες τιμών αναγκάζουν τους πελάτες να αποφεύγουν τα εστιατόρια ή να μειώνουν τις επισκέψεις τους - ένας φαύλος κύκλος που πιέζει περαιτέρω τον κλάδο.
Μια άλλη φωνή έρχεται από τον Sepp Schellhorn, έναν Αυστριακό εστιάτορα, ο οποίος επισημαίνει στην «Kronen-Zeitung» ότι ένα επαρκές σνίτσελ πρέπει να κοστίζει τουλάχιστον 28 ευρώ για να έχει κέρδος. Με τρία άτομα να εργάζονται για την προετοιμασία ενός σνίτσελ, θεωρεί δικαιολογημένη την τιμολόγηση. «Ένα εστιατόριο είναι μια εμπορική επιχείρηση, όχι μια φιλανθρωπική οργάνωση», εκφράζει με έμφαση τη θέση του ο Mälzer.
Σε αυτή τη δυναμική συζήτηση για τις τιμές, ο κλάδος της εστίασης και οι καταναλωτές καλούνται να διατηρήσουν έναν συνεχή διάλογο. Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν οι συνθήκες της αγοράς και τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στη λίστα τιμών στα εστιατόρια.